κακότεχνος

κακότεχνος
η , ο [ος , ον ]
1) неискусный (о работе), сделанный грубо, топорно, безвкусно; 2) халтурный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κακότεχνος" в других словарях:

  • κακότεχνος — using evil practices masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακότεχνος — η, ο (AM κακότεχνος, ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα») νεοελλ. (για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης μσν. 1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες 2. (για βιβλίο) …   Dictionary of Greek

  • κακότεχνος — η, ο 1. ο κακός τεχνίτης: Δε θα φτιάξω τα έπιπλά μου σ αυτόν, γιατί είναι κακότεχνος. 2. κακοφτιαγμένος: Τα έπιπλα αυτά είναι κακότεχνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοτεχνέστερον — κακότεχνος using evil practices masc acc sg κακότεχνος using evil practices neut nom/voc/acc sg κακοτεχνής adverbial comp κακοτεχνής masc acc comp sg κακοτεχνής neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτέχνως — κακότεχνος using evil practices adverbial κακότεχνος using evil practices masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακότεχνον — κακότεχνος using evil practices masc/fem acc sg κακότεχνος using evil practices neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνέστεραι — κακότεχνος using evil practices fem nom/voc pl κακοτεχνής fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτέχνοις — κακότεχνος using evil practices masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτέχνου — κακότεχνος using evil practices masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτέχνους — κακότεχνος using evil practices masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτέχνων — κακότεχνος using evil practices masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»